accumulation - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

accumulation - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Accumulations; Accumulate; Accumulates; Accumulated; Accumulating; Accumulation (disambiguation)

accumulation         
n. accumulation, build up, collection; accretion, gathering; inurement, drift
cumulatif      
accumulative, collecting
accumulé      
accumulated, built up; cumulative; collective

Ορισμός

accumulation
(accumulations)
1.
An accumulation of something is a large number of things which have been collected together or acquired over a period of time.
...an accumulation of experience and knowledge.
N-COUNT: oft N of n
2.
Accumulation is the collecting together of things over a period of time.
...the accumulation of capital and the distribution of income...
N-UNCOUNT: oft N of n

Βικιπαίδεια

Accumulation

Accumulation may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για accumulation
1. Leur accumulation entraîne des dysfonctionnements au sein de divers organes.
2. La BCE se dit surprise par cette accumulation des réserves.
3. Ils peuvent ainsi éviter une accumulation des risques.
4. Mais cette accumulation est tout de męme excessive.
5. Une accumulation d‘événements contradictoires, éloignés les uns des autres, et qui n‘ont comme lieu commun que le lieu lui–męme, devenu un mythe du fait de cette accumulation.